- Ἡρακλεωτικός
- Ἡρακλεωτικόςa man of Heracleamasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηρακλεωτικός — ἡρακλεωτικός, ή, όν (Α) [ηρακλεώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προέρχεται από την Ηράκλεια («Ἡρακλεωτική καρύα», Θεόφρ.) 2. φρ. «Ἡρακλεωτικός σκύφος» το ποτήρι τού Ηρακλή … Dictionary of Greek
Ἡρακλεωτικά — Ἡρακλεωτικός a man of Heraclea neut nom/voc/acc pl Ἡρακλεωτικά̱ , Ἡρακλεωτικός a man of Heraclea fem nom/voc/acc dual Ἡρακλεωτικά̱ , Ἡρακλεωτικός a man of Heraclea fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλεωτικῶν — Ἡρακλεωτικός a man of Heraclea fem gen pl Ἡρακλεωτικός a man of Heraclea masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλεωτικόν — Ἡρακλεωτικός a man of Heraclea masc acc sg Ἡρακλεωτικός a man of Heraclea neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλεωτικαί — Ἡρακλεωτικός a man of Heraclea fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλεωτικοί — Ἡρακλεωτικός a man of Heraclea masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλεωτικοῦ — Ἡρακλεωτικός a man of Heraclea masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλεωτικῆς — Ἡρακλεωτικός a man of Heraclea fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλεωτικῇ — Ἡρακλεωτικός a man of Heraclea fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλεωτική — Ἡρακλεωτικός a man of Heraclea fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)